Ἡλιοσκόπιος

Ἡλιοσκόπιος
Ἡλιοσκόπιος
looking to the sun
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλιοσκόπιος — ο (Α ἡλιοσκόπιος, ον) [ηλιοσκόπος] αυτός που βλέπει προς τον ήλιο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηλιοσκόπιο όργανο που χρησιμοποιείται κατά την τηλεσκοπική παρατήρηση τού ήλιου για την ελάττωση τής έντασης τού φωτός του αρχ. φρ. «ἡλιοσκόπιος… …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοσκόπιο — Όργανο που μειώνει την εκτυφλωτική λαμπρότητα του Ήλιου και επιτρέπει τις οπτικές παρατηρήσεις της επιφάνειάς του. H ελάττωση της φωτεινότητας μπορεί να γίνει για μικρά τηλεσκόπια με μαύρο γυαλί που έχει επίπεδες παράλληλες έδρες, αλλά στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”